Θυρεοειδής Αδένας

Ο Θυρεοειδής είναι ένας πολύ σημαντικός αδένας, που βρίσκεται στο λαιμό μας, μπροστά από την τραχεία και αμέσως κάτω από το λάρυγγα. Η ονομασία οφείλεται στο σχήμα του, που μοιάζει με θυρεό (οικόσημο σε σχήμα ασπίδας). Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση βασικών λειτουργιών του οργανισμού, ρυθμίζοντας τις καύσεις, το μεταβολισμό, την ανάπτυξη καθώς και την ψυχική μας υγεία και ισορροπία. Το βάρος του, φυσιολογικά, κυμαίνεται στα 15-20 gr.

Οι βιολογικές δράσεις του αδένα επιτελούνται μέσω των ορμονών που παράγει (Τριιωδοθυρονινη-Τ3 και Θυροξίνη-Τ4), οι οποίες, μέσω της αιματικής κυκλοφορίας μεταφέρονται σε όλους τους ιστούς του ανθρώπινου σώματος. Η παραγωγή και η έκκριση αυτών των ορμονών βρίσκονται υπό τον αυστηρό έλεγχο της Υπόφυσης (ΤSH) και του Υποθαλάμου (TRH). Βιολογικά δραστική και υπεύθυνη για τις κύριες δράσεις του Θυρεοειδούς είναι η Τ3, της οποίας η κύρια πηγή παραγωγής είναι η περιφερική μετατροπή (αποιωδίωση) της Τ4. Οι τιμές των Θυρεοειδικών ορμονών είναι ιδιαίτερα υψηλές κατά τους πρώτους μήνες της ζωής και διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας.

Οι βασικοί νόσοι του Θυρεοειδούς είναι ο Υποθυρεοειδισμός, ο Υπερθυρεοειδισμός, οι φλεγμονές και τα αυτοάνοσα νοσήματα και οι νεοπλασίες.

Ο Υποθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται Εργαστηριακά από υψηλή συγκέντρωση TSH και χαμηλή παραγωγή Τ4 και Τ3 (ενίοτε μπορεί η Τ3 να είναι σε φυσιολογικά επίπεδα). Κλινικά προκαλεί ανεξήγητη αύξηση βάρους, δυσανεξία στο κρύο, εύκολη κόπωση, λήθαργο, μυϊκές κράμπες, βραδυκαρδία, υποθερμία, βρογχοκήλη (διόγκωση του αδένα), κατάθλιψη και διαταραχή γνωστικών λειτουργιών.

Ο Υπερθυρεοειδισμός, οφείλεται σε ”υπερλειτουργία” του αδένα με υψηλές τιμές ορμονών (Τ3, Τ4) και χαμηλή συγκέντρωση ΤSH. Από κλινικής άποψης, βρίσκεται στον αντίποδα, με ταχυκαρδία, αυξημένη νευρικότητα, δυσανεξία στη ζέστη, τρόμο χεριών, υπερβολική εφίδρωση, διαταραχές έμμηνου ρήσης και σε ακραίες μορφές μπορεί να προκαλέσει εξόφθαλμο.

Η εξέταση του Θυρεοειδούς περιλαμβάνει, πρωταρχικά Εργαστηριακές εξετάσεις αίματος για προσδιορισμό των ορμονών (Τ3, ελεύθερη-FT3, T4, ελεύθερη-FT4, TSH, Αντιθυρεοειδικά αντισώματα Anti-TPO, Αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα Αnti-Tg, Aντιμικροσωμιακά αντισώματα Αnti-M κ.α. ). Σημαντική είναι, επίσης, και οι απεικονιστικές μέθοδοι, όπως Υπέρηχος, Σπινθηρογράφημα, Αξονικός Τομογράφος και Παρακέντηση. Το Σπινθηρογράφημα, ειδικότερα, δύναται να διαφοροδιαγνώσει την αιτία του Υπερθυρεοειδισμού, όπως, επίσης είναι αναγκαίο στη διάγνωση πιθανής νεοπλασίας.

Η θεραπεία, συνήθως, είναι φαρμακευτική, είτε με φάρμακα αποκατάστασης της χαμηλής παραγωγής ορμονών, είτε με φάρμακα που αναστέλλουν τον υπερλειτουργών αδένα, καθώς, επίσης και χειρουργική εξαίρεση σε περιπτώσεις ακραίου Υπερθυρεοειδισμού ή νεοπλασίας. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η συμβολή της Πυρηνικής Ιατρικής, καθώς σε περιπτώσεις που δεν είναι εφικτή η χειρουργική επέμβαση (ηλικία, καρδιακοί και αναπνευστικοί νόσοι που τυχόν να συνυπάρχουν κ.α. ) ενδείκνυται η ακτινοβόληση του αδένα με Ραδιενεργό Ιώδιο, προκειμένου να εξαιρεθεί.

Η πιο συχνή αιτία Υπερθυρεοειδισμού είναι η Διάχυτη Τοξική Βρογχοκήλη (ν. Graves), ένα αυτοάνοσο νόσημα, που εξελισσόμενο προκαλεί,επιπλέον, χαρακτηριστικό εξόφθαλμο (οφθαλμοπάθεια Graves). Άλλη αιτία είναι το Τοξικό Αδένωμα ή ν. Plummer, που οφείλεται στην “αυτονομία” ενός μονήρους λειτουργικού όζους, που παράγει ανεξέλεγκτα Θυροξίνη (Τ4). Επίσης, μπορούν να “αυτονομηθούν” περισσότεροι από ένας προυπάρχοντες μη τοξικοί όζοι,η λεγόμενη, Πολυοζώδης Τοξική Βρογχοκήλη. Άλλες, λιγότερο συχνές, αιτίες είναι η φαρμακευτική λήψη ιωδίου, η οξεία φάση της υποξείας Θυρεοειδίτιδας, καρκίνος του Θυρεοειδούς κ.α.

Ο Υποθυρεοειδισμός, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη παραγωγή Θυρεοειδικών ορμονών,διακρίνεται σε Πρωτοπαθή, όταν η αιτία εστιάζεται στον ίδιο το Θυρεοειδή (φλεγμονή, Θυρεοειδίτιδα Hashimoto, κ.α.), σε Δευτεροπαθή όταν ευθύνεται η Υπόφυση και Τριτοπαθής όταν αιτιάται ο Υποθάλαμος (δομές του εγκεφάλου, που ελέγχουν την έκκριση των Θυρεοειδικών ορμονών).

Στην επιφάνεια του Θυρεοειδούς εντοπίζονται, πολύ συχνά, “εξογκώματα”, ποικίλων διαστάσεων, που εξέχουν του αδένα. Είναι οι λεγόμενοι Όζοι, που δημιουργούνται από τοπική υπερπλασία του αδένα και μπορεί να οφείλονται σε αδενώματα, κύστες ή ακόμα και σε κακοήθεια. Ευτυχώς, στο 95% των περιπτώσεων, είναι καλοήθεις και συνήθως ασυμπτωματικοί. Αν ο όζος είναι πολύ μεγάλος μπορεί να προκαλέσει τοπικά πόνο και αίσθημα πίεσης στο λαιμό. Μεγάλοι κυστικοί όζοι μπορεί να αιμορραγήσουν προκαλώντας ξαφνικό έντονο πόνο. Η παρουσία πολλών οζιδίων μειώνει, συνήθως, την πιθανότητα νεοπλασίας.

Η υποψία για κακοήθεια τίθεται όταν συνυπάρχει δυνατός πόνος, γρήγορη αύξηση του μεγέθους, αλλαγή στη φωνή (βράχνος) ή δυσκαταποσία και διογκωμένοι τραχηλικοί λεμφαδένες. Ο καρκίνος του Θυρεοειδούς είναι ο ταχύτερα αυξανόμενος στον κόσμο και ο πιο συχνός ενδοκρινικός όγκος. Η αναλογία γυναίκα προς άνδρα είναι 2,5/1. Από τα κακοήθη νεοπλάσματα του Θυρεοειδούς το 60-80% είναι θηλώδη (άριστη πρόγνωση), 10-30% θηλακιώδη (επίσης καλή πρόγνωση), 5-10% μυελοειδή και 5% αναπλαστικοί ( ο πιο επιθετικός). Οι αιτίες εμφάνισης του καρκίνου δεν είναι γνωστές. Οι πιο σημαντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η εξωτερική ακτινοβόληση και η γενετική προδιάθεση.

Το πλήρες διαγνωστικό πρωτόκολλο του Θυρεοειδούς περιλαμβάνει Ψηλάφηση του λαιμού για ανεύρεση όζων και πιθανών διογκομένων τραχηλικών λεμφαδένων, αιματολογικές εξετάσεις (TSH, T4, T3 κλπ), Υπέρηχος και Σπινθηρογράφημα. Το Σπινθηρογράφημα, ειδικότερα, κατέχει σημαντική θέση, τόσο στη διαφορική διάγνωση καλοήθων νόσων του Θυρεοειδούς, όσο και στον καρκίνο και στην ανεύρεση μεταστάσεων αυτού. Η εξέταση γίνεται με την ενδοφλέβια έγχυση μικρής ποσότητας ραδιοισοτόπου (τεχνήτιο ή ιώδιο), το οποίο συγκεντρώνεται στο Θυρεοειδή και αναδεικνύει περιοχές, που λειτουργούν περισσότερο ή λιγότερο από το φυσιολογικό. Αν ένας όζος υπερλειτουργεί προσλαμβάνει περισσότερο ισότοπο και λέγεται “θερμός” (όπως προαναφέρθηκε είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες περιπτώσεις Υπερθυρεοειδισμού). Αυτοί είναι σχεδόν πάντα καλοήθεις. Αν δεν προσλαμβάνει λέγεται “ψυχρός” και σε ένα ποσοστό 5% είναι κακοήθης. Όταν εντοπιστεί ένας όζος ύποπτος για κακοήθεια πραγματοποιείται Παρακέντηση (βιοψία με λεπτή βελόνη), καθοδηγούμενη από Υπέρηχο.

Η θεραπεία των θερμών όζων, που υπερλειτουργούν βασίζεται στην αντιμετώπιση του Υπερθυρεοειδισμού, είτε με φάρμακα, είτε με χειρουργική αφαίρεση είτε με ραδιενεργό ιώδιο. Η παρουσία ψυχρού όζου με στοιχεία κακοήθειας από τη βιοψία επιβάλει την ολική θυρεοειδεκτομή είτε χειρουργικά είτε με ραδιενεργό ιώδιο.